- σπουδαιολογώ
- -έω, ΝΜΑ [σπουδαιολόγος]μιλώ για σοβαρά θέματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαιολογώ — μιλάω για σπουδαία πράγματα ή μιλάω σοβαρά για κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαιολογῶ — σπουδαιολογέω speak seriously pres subj act 1st sg (attic epic doric) σπουδαιολογέω speak seriously pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιολόγῳ — σπουδαιολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
επισπουδάζω — ἐπισπουδάζω (Α) 1. παροτρύνω, παρορμώ («ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες», ΠΔ) 2. σπεύδω (ἐπισπούδασον ἔτι θᾱττον», Λουκιαν.) 3. σπουδαιολογώ, μιλάω σοβαρά σε άκαιρη περίσταση … Dictionary of Greek
σπουδαιολόγημα — τὸ, Ν [σπουδαιολογώ] σπουδαίος, σοβαρός λόγος … Dictionary of Greek